Θα αναπτύξω ένα θέμα το οποίο απασχολεί θεωρώ αρκετά το νομικό κόσμο καθώς οι απόψεις ως προς την υποκατάστατη επίδοση στη Ρωσία διίστανται βέβαια όμως εξαρτάται και από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Αυτό το οποίο παρατηρείται και συνεπάγεται είναι να ξοδεύεται πολύτιμος χρόνος και να προκύπτει ταλαιπωρία για τους διαδίκους μέσω του τρόπου επίδοσης που προβλέπει η Σύμβαση ήτοι μέσω των διπλωματικών αρχών. Αφορμή για τη μελέτη του συγκεκριμένου θέματος ήταν οι διάφορες υποθέσεις που έτυχε να χειριστώ και τα πρακτικά προβλήματα που δημιουργούνταν και αντιμετώπιζα στη συνέχιση της εκάστοτε υπόθεσης.
Ως είναι γνωστό, ο Νόμος ο οποίος εφαρμόζεται είναι ο Ν.172/86 όπου η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κυρώσει τη Συνθήκη με την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για παροχή Νομικής Συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου. Ως προκύπτει από το Νόμο αναφέρεται ότι στα θέματα Αστικού Δικαίου εμπίπτει και το Οικογενειακό Δίκαιο. Μεταγενέστερα, υπεγράφησαν Πρωτόκολλα μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και Ρωσικής Ομοσπονδίας τα οποία κυρώθηκαν με τους Ν.34(ΙΙΙ)/2001 και στη συνέχεια με το Ν.41(ΙΙΙ)/2005. Ο Νόμος περί Πρωτοκόλλου μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας για το Ευρετήριο των Διμερών Συμφωνιών (Ν. 34(ΙΙΙ)/2001) μεταξύ άλλων προνοεί ότι ο Ν.172/86 συνεχίζεται να ισχύει μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως διάδοχο κράτος της ΕΣΣΔ και εφαρμόζονται δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διεθνείς συνθήκες στις οποίες η ΕΣΣΔ ήταν συμβαλλόμενο μέρος, μέχρι να τεθεί σε ισχύ καινούρια συνθήκη η οποία να συναφθεί από τα μέρη.
Τα άρθρα τα οποία αφορούν ιδιαίτερα το θέμα της επίδοσης είναι τα εξής: 1- 8 του Ν.172/86. Συγκεκριμένα, τα άρθρα τα οποία είναι αρκετά σημαντικά για τη διαδικασία επίδοσης στη Ρωσία είναι τα κατωτέρω:
- Άρθρο 4 το οποίο προνοεί ότι οι αρχές των συμβαλλόμενων μερών θα επικοινωνούν μέσω της διπλωματικής οδού,
- Άρθρο 6 και συγκεκριμένα η παράγραφος 4, η οποία προβλέπει ότι αν η παραγγελία δεν μπορεί να εκτελεστεί, η παραγγελλόμενη αρχή οφείλει αμέσως και γραπτώς να ενημερώσει την παραγγέλλουσα αρχή αναφέροντας τους λόγους αδυναμίας εκτέλεσης της παραγγελίας και οφείλει να επιστρέψει τα έγγραφα,
- Άρθρο 7 παράγραφος 1 αναφέρεται στην επίδοση των εγγράφων όπου γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες επίδοσης που ισχύουν στο κράτος της παραγγελλόμενης αρχής και απαιτείται να είναι συνταγμένα στη γλώσσα της ή μεταφρασμένα με πιστοποίηση εκτός αν ο παραλήπτης επιθυμεί να τα παραλάβει. Όσον αφορά την παράγραφο 2, διευκρινίζεται ότι θα πρέπει να αναγράφεται η ακριβής διεύθυνση του παραλήπτη και του τίτλου του προς επίδοση εγγράφου,
- Άρθρο 8 γίνεται ξεκάθαρο ότι η επίδοση θα πρέπει να αποδεικνύεται με τους κανόνες επίδοσης που ισχύουν στο έδαφος του παραγγελλόμενου συμβαλλόμενου μέρους και απαιτείται να υπάρχει πιστοποιητικό επίδοσης στο οποίο να φαίνονται ο χρόνος, ο τόπος και το πρόσωπο στο οποίο έγινε η επίδοση,
- Άρθρο 13 γίνονται πρόνοιες ότι τα έγγραφα θα πρέπει να είναι συνταγμένα στη γλώσσα του παραγγέλλοντος συμβαλλόμενου μέρους και να συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα του παραγγελλόμενου συμβαλλόμενου μέρους και εξηγείται ότι η μετάφραση για να είναι αποδεκτή θα πρέπει να είναι πιστοποιημένη από επίσημο μεταφραστή ή από τη διπλωματική αποστολή ή το προξενείο του παραγγέλλοντος συμβαλλόμενου μέρους.
Σύμφωνα με οδηγίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης για να ξεκινήσει η επίδοση εγγράφων απαιτείται η ετοιμασία καλυπτικής επιστολής προς τον Πρωτοκολλητή του αρμόδιου Δικαστηρίου μαζί με τα προς επίδοση έγγραφα σε δέσμη for service και for return. Ακολούθως, τα αναφερόμενα έγγραφα διαβιβάζονται με επιστολή του αρμόδιου Πρωτοκολλητείου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και μετέπειτα στο Υπουργείο Εξωτερικών για την αποστολή τους. Η πρακτική η οποία ακολουθείται αλλά και από ενημέρωση που είχα από λειτουργό του Υπουργείου Εξωτερικών, η διαδικασία η οποία ακολουθείται στη Ρωσία με βάση το δικό τους δίκαιο είναι ότι αρχικά τα έγγραφα παραλαμβάνονται από την Πρεσβεία της Κύπρου στη Ρωσία, μετέπειτα αποστέλλονται στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας και στη συνέχεια στο Ρωσικό Υπουργείο Δικαιοσύνης και τέλος στέλλονται στα περιφερειακά Δικαστήρια της διεύθυνσης διαμονής του Εναγόμενου/Καθ᾽ου η Αίτηση. Με αποτέλεσμα, το περιφερειακό Δικαστήριο ειδοποιεί τον Εναγόμενο/Καθ᾽ου η Αίτηση σε συγκεκριμένη ημερομηνία για να παρουσιαστεί να παραλάβει τα έγγραφα.
Εφόσον υπάρχουν Εναγόμενοι οι οποίοι είναι κάτοικοι εκτός Κύπρου, τότε απαιτείται, με βάση τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας έτσι ώστε να αποκτήσει δικαιοδοσία το Κυπριακό Δικαστήριο, άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Με αυτό τον τρόπο επεκτείνεται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου νοουμένου βέβαια ότι τηρείται μία εκ των προϋποθέσεων που θέτει η Δ.6 Θ.1.
Στην πολύ γνωστή απόφαση του Εφετείου, Πολ. Εφ. 362/09 ημερομηνίας 03/07/14 μεταξύ των μερών ANS SECRETARIES LTD, ν. 1. ORIANDA MANAGEMENT FZ LLC, 2. ORIANDA (SEYCHELLES) LTD, εξετάστηκε σ᾽ένα από τους λόγους έφεσης η αναγκαιότητα έκδοσης διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας. Σχετικό απόσπασμα από τη συγκεκριμένη απόφαση αναφέρεται πιο κάτω:
«Κατά την άποψή μας, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αντίκρισε το θέμα ως θέμα δικαιοδοσίας και πολύ ορθά έκρινε ότι οι Εφεσίβλητοι, μετά την καταχώρηση της αγωγής για επίδοση στους ημεδαπούς εναγομένους, θα έπρεπε να λάβουν άδεια του δικαστηρίου για επίδοση του κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας στους αλλοδαπούς εναγόμενους και ότι η επίδοση στο διευθυντή τους στην Κύπρο δεν μετέβαλλε και ούτε μείωνε την υποχρέωση τους για ικανοποίηση των προϋποθέσεων της Δ.6 θ.1. Χωρίς άδεια δυνάμει της Δ.6 θ.1 δεν θα μπορούσε το δικαστήριο να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του και στους αλλοδαπούς εναγόμενους. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Zachariades & Pantelides Enterprises Ltd v. Fiat Auto S.p.a. (2000) 1Α ΑΑΔ 447η συγκεκριμένη παράλειψη δεν είναι απλώς θέμα θεσμών, ώστε παρέκκλιση από αυτούς να μπορεί ενδεχομένως να θεραπευθεί δυνάμει της Δ.64, αλλά είναι και θέμα νόμου εφόσον το άρθρο 3 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, καθιστά προϋπόθεση τη λήψη άδειας για επίδοση κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας. Όπως αναφέρεται στην πιο πάνω απόφαση, παρέκκλιση από τις πρόνοιες του Νόμου δεν μπορεί να θεραπευθεί δυνάμει της Δ.64 η οποία αφορά μόνο σε δικονομικές παρεκκλίσεις.»
Παράλληλα, με την πιο πάνω προϋπόθεση που αναφέρεται, για να εκδόσει το Δικαστήριο διάταγμα επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας επιβάλλεται ο Ενάγων/Αιτητής να αποδείξει και εκ πρώτης όψεως καλή υπόθεση. Ενδεικτικά θα παραθέσω τμήμα από την πιο κάτω απόφαση όπου γίνεται αναφορά για τη Δ.6 Θ.4: Πολ. Έφ. 462/12, 09/04/2019 μεταξύ των μερών SOUTHCOMBE BROTHERS LTD, ν. A. EPIPHANIOU INDUSTRIES LTD:
«Η σχετική, για το σκοπό αυτό, μονομερής αίτηση υποβάλλεται, όσον αφορά τη σφράγιση της ειδοποίησης, δυνάμει της Δ.2, Κ. 2, των Κανονισμών και, όσον αφορά την επίδοση της στο εξωτερικό, δυνάμει της Δ.6, Κ. 1, αυτών. Τα δύο αιτήματα μπορεί, σε τέτοια περίπτωση, να υποβληθούν συγχρόνως, ο δε αιτητής φέρει το βάρος να καταδείξει ότι το δεύτερο αίτημά του εμπίπτει σε μία από τις πρόνοιες του Κ. 1 της Δ.6. Το κριτήριο, και στις δύο περιπτώσεις, είναι το ίδιο: Ο αιτητής, δυνάμει του Κ. 4 της Δ.6 πρέπει να καταδείξει με ένορκη δήλωση ή με άλλη μαρτυρία, η οποία να ικανοποιεί το δικαστήριο, ότι έχει, εκ πρώτης όψεως, καλή αιτία αγωγής, (has prima facie a good case of action). »
Πρόσφατη απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου είναι η Πολιτική Έφεση 13/17 ημερομηνίας 14/04/20μεταξύ των διαδίκων Α.Θ. και Λ. Λ., στην οποία το Εφετείο επέτρεψε την Έφεση αφού δεν είχε προηγηθεί οποιαδήποτε προσπάθεια επίδοσης προσωπικά και ο Αιτητής/Εφεσίβλητος προχώρησε κατευθείαν με υποκατάστατη επίδοση. Άξια αναφοράς είναι αποσπάσματα από την πιο πάνω απόφαση, τα οποία παραθέτω:
«Η νομολογία που έχει αναπτυχθεί έχει σταθερά καθορίσει ότι όταν ο διάδικος κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής ή του κλητηρίου εντάλματος ήταν εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, τότε το Δικαστήριο δύναται να διατάξει, κατόπιν αίτησης του ενάγοντος, υποκατάστατη επίδοση με ένα πρόσφορο τρόπο, ακόμη και όταν ο εναγόμενος μετά την έκδοση του κλητηρίου έχει μετακινηθεί στο εξωτερικό. Όταν όμως ο εναγόμενος ήταν εκτός δικαιοδοσίας όταν το κλητήριο καταχωρήθηκε, ο ορθός τρόπος για τον ενάγοντα είναι να αιτηθεί άδειας να επιδώσει το κλητήριο εκτός δικαιοδοσίας και αυτό μπορεί να το πράξει μόνο εφόσον μπορεί να εντάξει την περίπτωση σε μια από τις κατηγορίες που προνοούνται στη Δ.6.
Τα πιο πάνω προκύπτουν από τη βασική απόφαση στη Myerson v. Martin(1979) 1 W.L.R. 1390. Όπως είναι γνωστό, η Δ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αφορά την επίδοση κλητηρίου εκτός της Κυπριακής δικαιοδοσίας επεκτείνοντας με τον τρόπο αυτό την ημεδαπή δικαιοδοσία για να καλύψει διάδικο μέρος που είναι στο εξωτερικό ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να αποφασίσει για τα δικαιώματα του, καλώντας τον να αποδεχθεί στην ουσία τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου με την εδώ καταχώρηση εμφάνισης. Από την άλλη, η Δ.5 και η Δ.5Α προνοούν για την επίδοση του κλητηρίου ή άλλης εναρκτήριας αίτησης εντός δικαιοδοσίας όταν αυτή η επίδοση δεν είναι δυνατόν να γίνει κατευθείαν στον ίδιο τον εναγόμενο, με αποτέλεσμα να επιτρέπεται υποκατάστατη επίδοση. Στη Φιλίππου ν. Φιλίππου (1986) 1 Α.Α.Δ. 689, αναφέρθηκε από το Εφετείο, ακολουθώντας την Myerson v. Martin, ότι η Δ.6 που αντιστοιχεί με το παλαιό Ο.11 των Αγγλικών Θεσμών, δεν αφορά ένα απλό ζήτημα διαδικασίας, αλλά στην επέκταση της ίδιας της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Στη Porter v. Freudenberg (1915) 1 K.B. 857, αναφέρθηκε ότι διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης κλητηρίου εντός εντός δικαιοδοσίας δεν είναι δυνατόν να δοθεί όταν κατά τη χρονική στιγμή έκδοσης του κλητηρίου δεν μπορούσε να γίνει καλή προσωπική επίδοση διότι ο εναγόμενος δεν ήταν εντός της δικαιοδοσίας.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Εδώ, στην προκείμενη περίπτωση, δεν αναφέρεται και ούτε φαίνεται να έγινε καν προσπάθεια επίδοσης στο εξωτερικό και, επομένως, δεν ήταν δυνατόν για τον εφεσίβλητο, με την έγκριση του Δικαστηρίου, πλαγίως να παρακάμψει τη Δ.6, διατάσσοντας υποκατάστατη επίδοση στην εφεσείουσα.»
Οι πρόνοιες οι οποίες επιτρέπουν την καταχώρηση αιτήσεων υποκατάστατης επίδοσης μονομερώς (ex parte) στηρίζονται στη Δ. 48 Θ.8 (1) (e).
Υπάρχουν αποφάσεις οι οποίες έγκριναν αίτημα για υποκατάστατη επίδοση στη Ρωσία και το Δικαστήριο εξήγησε -δικαιολόγησε το λόγο παρέκκλισης από τον κανόνα όπως προνοείται στη Σύμβαση που σύναψε η Κυπριακή Δημοκρατία με τη Ρωσική Ομοσπονδία.
Σύμφωνα με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με αρ. Αγωγής 1772/14, ημερομηνίας 10/03/2017, μεταξύ των διαδίκων Fonds Rusnano Capital S.A. v. 1. Nanoenergo Fund Limited κ.α., ο Έντιμος Δικαστής κ. Ιωαννίδης σε αίτηση ακύρωσης διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας μέσω συστημένης επιστολής ή κούριερ ή στους Ρώσους Δικηγόρους αποφάσισε ότι εκείνο που έχει σημασία σε υποκατάστατη επίδοση είναι να λάβει γνώση ο Εναγόμενος και μ᾽αυτό το σκεπτικό απέρριψε την αίτηση. Παραθέτω πιο κάτω λεκτικό από την απόφαση:
«Ως γνωστό, εκείνο που εξετάζεται σε κάθε περίπτωση υποκατάστατης επίδοσης είναι κατά πόσο ο προσφερόμενος τρόπος θα θέσει κατά λογική προοπτική, αν όχι βεβαιότητα, το κλητήριο ή άλλα έγγραφα υπόψη του Εναγομένου (δες υποθέσεις Karim v. Κονιδάρη (1994) 1 Α.Α.Δ. 36 και Φραγκέσκου ν. Γρηγορίου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1765).
Ως ελέχθη, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τελικά οι Εναγόμενοι 17 – Αιτητές, ενημερώθηκαν για τη δικαστική διαδικασία που τους αφορά, αφού έλαβαν τα δικαστικά έγγραφα σύμφωνα με τα εκδοθέντα διατάγματα του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, από τη Συμπληρωματική Ένορκη δήλωση ημερ. 17.1.17 του κ. Γιώργου Σ. Ιωάννου, προκύπτει ότι η επίδοση έγινε και μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. Παρόμοια θέματα κάλυψε η Ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 29.4.14, της κας Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε) στην Αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού 3463/13, Sergei Petrovich Poymanov v. Aletarro Limited κ.ά.. Παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από την Απόφαση της, χωρίς να χρειάζεται να προσθέσω ο,τιδήποτε άλλο:
«Β. Εξέταση του θέματος της κακής επίδοσης
Είναι χρήσιμη η αναφορά εν προκειμένω στην υπόθεση Φραγκέσκου ν. Γρηγορίου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1765 όπου τέθηκε ότι “το κύριο ερώτημα σε κάθε περίπτωση υποκατάστατης επίδοσης, όπως η λογική του πράγματος επιβάλλει, είναι κατά πόσο ο προσφερόμενος τρόπος θα θέσει, κατά λογική προοπτική, αν όχι βεβαιότητα, το κλητήριο υπόψη του εναγομένου (βλ. The Annual Practice, I960, Vol. 1, παραγ. 133-134)”.
Στη κρινόμενη περίπτωση το Δικαστήριο, αφού είχε ενώπιον του όλα τα δεδομένα, που αφορούσαν την ισχυριζόμενη εμπλοκή των Εναγομένων 9 αλλά και το θέμα της καταλληλότερης επίδοσης προς αυτούς στη Ρωσία, αποφάσισε ότι ο συγκεκριμένος τρόπος επίδοσης, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ήταν ο πλέον κατάλληλος. Η επείγουσα υφή της διαδικασίας δεν μπορούσε να θεωρηθεί παράλογη από το στάδιο εκείνο απλώς επειδή η αίτηση και το συντηρητικό διάταγμα δεν αφορούσε τους Εναγόμενους 9. Η ύπαρξη διατάγματος, κατά το χρόνο εκείνο, δηλαδή στις 20.08.2013, κατά τη κρίση μου, έθετε το όλο θέμα της αγωγής ως επείγουσας, αφού η όλη στάση του Ενάγοντα στη προώθηση της αγωγής είναι ένα απόλυτα σχετικό θέμα σε συνάρτηση με το διάταγμα. Ακριβώς, ακολουθώντας την αιτιολογική βάση της υπόθεσης Φραγκέσκου (ανωτέρω) αλλά και των συναφών αναφορών στο Annual Practice, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο διαταχθείς τρόπος επίδοσης να θέσει, κατά λογική προοπτική, τη διαδικασία υπόψη του Εναγομένου. Πράγμα, που εδώ, έχει συντελεστεί αφού η διαδικασία έχει γνωστοποιηθεί στους Εναγομένους 9 αναφορικά με το κλητήριο ένταλμα, την ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος, μαζί με το σχετικό διάταγμα και τη μονομερή αίτηση, με βάση την οποία εκδόθηκε το διάταγμα που αφορούσε την επίδοση. Επίσης, περιλαμβανόταν στα δοθέντα έγγραφα, τόσο η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση όπως επίσης και τα σχετικά τεκμήρια. Σημειώνεται ακόμη – και είναι πολύ σημαντικό- ότι όλα τα έγγραφα ήταν μεταφρασμένα στη Ρωσική γλώσσα. Στη παράγραφο 7 της ένορκης δήλωσης που στηρίζει την αίτηση, γίνεται ρητή παραδοχή ότι οι Εναγόμενοι έλαβαν όλα τα έγγραφα στις 26.05.2013, με αποτέλεσμα ο σκοπός της επίδοσης να επιτευχθεί, σύμφωνα με τη πιο πάνω νομολογία. Θα συμφωνήσω δε με τους ευπαίδευτους συνηγόρους του Ενάγοντα ότι η Σύμβαση της Χάγης και η συνθήκη μεταξύ Ρωσίας και Κύπρου δεν αναιρούν τις εξουσίες του Δικαστηρίου, εφόσον βέβαια δοθεί το κατάλληλο υπόβαθρο, να ασκήσει τις εξουσίες που πηγάζουν από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας αλλά και με βάση τις συμφυείς εξουσίες. Το Δικαστήριο αυτό έπραξε, αποφασίζοντας για τη μορφή επίδοσης, η οποία υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, θα ήταν αρκούντως γρήγορη και ικανοποιητική ως προς την πλήρωση της απαραίτητης προϋπόθεσης της γνωστοποίησης της διαδικασίας στον Εναγόμενο. Πράγμα το οποίο έχει συντελεστεί.
Άλλωστε η θεώρηση μου είναι ότι η ένσταση της Ρωσίας για τον τρόπο επίδοσης με ταχυδρομείο ή άμεσα σε πολίτη της, όπως προβλήθηκε από τον Αιτητή, ακριβώς δεν ισχύει όταν υπάρχει σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου, όπως εν προκειμένω.
Ωστόσο και αν ακόμη δεν είναι ορθή η πιο πάνω προσέγγιση μου και αν όντως υπήρξε λάθος ή παρατυπία στην συντελεσθείσα επίδοση, κρίνω ότι αυτό δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε ακύρωση της επίδοσης, αφού ακριβώς καμία ζημιά δεν φάνηκε να προκαλείται στον Εναγόμενο (βλ. Pat Jones ν. Ξένια Δημητρίου κ.α. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1526). Άλλωστε, αναρωτιέται εύλογα κανείς τι νόημα θα υπήρχε αν ακυρωνόταν η επίδοση και λάμβαναν χώρα άλλα διαβήματα για γνωστοποίηση εκ νέου στον Εναγόμενο μιας διαδικασίας που ήδη γνώριζε. Αυτό δεν θα ήταν λογικό και θα είχε ως αποτέλεσμα απλώς την καθυστέρηση της διαδικασίας της αγωγής.
Ιδιαίτερα χρήσιμη καθοδήγηση για τα θέματα αυτά, κρίνω, προσφέρει η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Alpha Bank Cyprus Ltd v. Sisenh Dau (Π.Ε. 23/13, ημερομηνίας 13.9.2013, η οποία, αν και αφορούσε μόνο επίδοση με βάση τον Ε.Κ. 1393/07, προβαίνει σε γενικότερα χρήσιμα σχόλια ως προς σειρά παρατυπιών που παρουσιάσθηκαν.
Παραθέτω κάποια αποσπάσματα της απόφασης αυτής:
«… Πρόκειται για τυπολατρική εισήγηση που έρχεται σε αντίθεση, όχι μόνο με το όλο πνεύμα του Κανονισμού 1393/2007/ΕΚ, αλλά και με τους δικούς μας Διαδικαστικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας. Σημασία έχει ότι τόσο το κλητήριο, όσο και η ειδοποίηση που αποτελούσαν τα εναρκτήρια έγγραφα της διαδικασίας, περιήλθαν σε γνώση των εφεσίβλητων.»
Ακόμη μία σημαντική απόφαση είναι του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με αριθμό αγωγής 8994/10 ημερομηνίας 25/02/2015, μεταξύ των διαδίκων Vitaly Ivanovich Smagin και 1. Tufts Invest and Trade Inc. κ.α. στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε διάταγμα επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας με υποκατάστατο τρόπο δηλ. με κούριερ και μετέπειτα τροποποιήθηκε ως προς τον τρόπο επίδοσης και αντικαταστάθηκε ώστε να επιδοθεί μέσω του Υπουγείου Δικαιοσύνης και ή με προσωπική επίδοση. Για ορισμένους Εναγόμενους σε μεταγενέστερη ημερομηνία ζητήθηκε υποκατάστατη επίδοση με δημοσίευση σε Ρωσική εφημερίδα. Ένας εξ αυτών των εναγομένων καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό και ή ακύρωση του διατάγματοςκαι μεταξύ άλλων λόγων ήταν η αμφισβήτηση της επίδοσης. Η Έντιμη Δικαστής κα Καρακάννα στην απόφαση της ανάφερε και τα ακόλουθα όπου και απέρριψε την αίτηση:
«Η παρούσα Αίτηση είναι μια από τις αιτήσεις που καταχωρούνται κατά σωρηδόν στα Κυπριακά Δικαστήρια τα τελευταία δύο χρόνια. Η παρούσα υπόθεση αποτελεί κλασικό δείγμα των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ένας διάδικος να επιδώσει δικαστικά έγγραφα στην αλλοδαπή. Ιδιαίτερη δυσκολία παρουσιάζει η επίδοση εγγράφων σε χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι ενάγοντες προσπάθησαν να επιδώσουν τα δικαστικά έγγραφα με κάθε δυνατό τρόπο μέσω ταχυμεταφορέα, μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης και διά δημοσιεύσεως σε Ρωσική εφημερίδα.»
Επιπρόσθετα με τα πιο πάνω, αξιοσημείωτη είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με αριθμό αγωγής 2707/2017, ημερομηνίας 23/02/2018 μεταξύ των μερών Svetlana Tishchenko v. Alertica Consultants Limited κ.α., όπου το Δικαστήριο αποφάσισε την έκδοση διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παρά το γεγονός ότι στη Διμερή Σύμβαση μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας αποκλείεται οποιοσδήποτε άλλος τρόπος επίδοσης.
Ο Έντιμος Δικαστής, ως ήταν τότε Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου, κ. Μαλακτός ανέφερε τα εξής:
«Την 22.12.2017 οι Ενάγοντες εξασφάλισαν διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση εκτός δικαιοδοσίας στους Εναγόμενους 1 και 2 στη Σερβία δυνάμει των προνοιών της Σύμβασης της Χάγης του 1954 ή και της Διμερούς Σύμβασης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Το γεγονός ανέδειξε το ερώτημα κατά πόσο θα μπορούσαν να εκδοθούν τα εξαιτούμενα στην παρούσα Αίτηση διατάγματα ή η επίδοση με τον τρόπο που αναφέρεται στη Διμερή Σύμβαση είναι επιτακτική σε αποκλεισμό άλλου τρόπου επίδοσης.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Η προς αυτόν επίδοση με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο όπως προνοείται στην Δ.5 θ.9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεν εμπλέκει τη χώρα διαμονής του Εναγόμενου 2. Αυτή θα μπορούσε να ήταν γεγονός αδιάφορο.»
Πολύ σημαντική απόφαση και σχετικά πρόσφατη είναι της Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού κας Εφραίμ η οποία σε μια εμπερισταστωμένη απόφαση ανέλυσε το θέμα της επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας και υποκατάστατης επίδοσης στη Ρωσία, όπου και θεώρησε ότι σε περιπτώσεις όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογούν την επίδοση με υποκατάστατο τρόπο αναφερόμενη και σε αγγλικές αποφάσεις. Πρόκειται για την απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με αριθμό αγωγής 909/2019, ημερομηνίας 11/11/2019 μεταξύ των διαδίκων 1. Eurogal Surveys Ltd, 2. CIS PANDI Services Ltd v. 1. Evgen’ evich Shashkin κα. και αναφέρω αποσπάσματα του σκεπτικού του Δικαστηρίου πιο κάτω:
«Η υποχρέωση πλήρους αποκάλυψης σε μονομερείς αιτήσεις και δη σε αιτήσεις για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας αναφέρεται στην υπόθεση Demstar United v. Zim Israel Navigation Co Limited κ.ά. (ανωτέρω), από την οποία το ακόλουθο απόσπασμα είναι διαφωτιστικό:
«Είναι θεμελιωμένο ότι διάδικος ο οποίος επιδιώκει με μονομερή αίτηση τη χορήγηση θεραπείας, πρέπει να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας. Η αρχή αυτή συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να επιδεικνύεται οποτεδήποτε επιδιώκεται η θεραπεία στην απουσία του αντιδίκου. [Βλέπε Jadranska Slobodna Plovidba ν. Photos Photiades & Co (1965) 1 58 C.L.R. Abdu All Altobeiqui v. Μ/V Nada G. and Another (1985) 1 C.L.R. 543. Sekavin S.A. v. Ship “Platon ch” (1978) 1 C.L.R. 297. Amathus Navigation Co Ltd v. Concert I Express Liners and Others (1993) 1 A.A.Δ 1030.] Στη Zachariades v. Liveras and Others (1989) 1 C.L.R. 437, κρίθηκε υπό το φως της Αγγλικής νομολογίας ότι η μη αποκάλυψη όρου της μεταξύ των μερών συμφωνίας για την παραπομπή διαφορών σε Δικαστήριο της αλλοδαπής συνιστά εκτροπή από την αρχή της πλήρους αποκάλυψης των ουσιωδών γεγονότων και δικαιολογεί την ακύρωση του διατάγματος. Αντίθετα με την απόφαση στη Zachariades (ανωτέρω) και τις αρχές των Αγγλικών αποφάσεων που υιοθετεί, η απόφαση του δικαστηρίου στην Ellinger ν. Guinness, Mahom & Co. [1939] 4 All E.R. 16, τείνει να υποστηρίξει ότι η μή αποκάλυψη πρέπει να συνοδεύεται και από πρόθεση εξαπάτησης (deceit) για να δικαιολογείται η ακύρωση, προσέγγιση που απηχείται και σε δύο πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Cyprus Potato Marketing Board v. Primlaks (Pacific Violet) και Άλλου, (1990) 1 Α.Α.Δ. 219· και Sons of Afif Yamout v. Schiffahrts – Ges. Elbe M.B.H. & Co. και Άλλων (1990) 1 Α.Α.Δ. 490 η κατάληξη της οποίας δεν εγκρίθηκε κατά την αναθεώρησή της. (Βλέπε Sons of Afif Yamout (αναφέρεται πιο κάτω.) Το στοιχείο της εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για ακύρωση του διατάγματος. (Βλέπε The Andria [1984] 1 All E.R. 1126 (C.A.). The Hagen [1908] P. 189. Boyce v. Gill [1981] 64 L.T. 824. Brink’s Mat Ltd Elcombe [1988] 1 W.L.R. 1350 (C.A.). Γρηγορίου Άκης άλλως Γρηγόρης Ν. και Άλλοι ν. Χριστοφόρου και Άλλων (1995) 1 Α.Α.Δ. 248. Η θέση αυτή κρίνεται σωστή. Ό,τι ανατρέπει τη βάση του διατάγματος είναι η μη αποκάλυψη γεγονότων εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Στην απουσία τους, η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής.»
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Το ζήτημα της επίδοσης στο εξωτερικό διέπεται από τη Δ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Σύμφωνα με τη Δ.6 θ.4, κάθε αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας θα πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων έχει καλή εκ πρώτης όψεως υπόθεση καθώς επίσης και ότι έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπό κρίση διαφορά, κάτι το οποίο έχει καταδειχθεί με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω.
Το θέμα του τρόπου επίδοσης ρυθμίζεται από τη Δ.5 θ.1(1) και (2) και τη Δ.51 θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ενώ η Δ.5 θ.9 και η Δ.5Α ρυθμίζουν το θέμα της υποκατάστατης επίδοσης. Ειδικότερα, η Δ.5 θ.9 παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει υποκατάστατη επίδοση στις περιπτώσεις στις οποίες θεωρεί πως δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί εγκαίρως επίδοση με τον τρόπο που προβλέπεται στη Δ.5 θ.2.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Θεωρώ ότι οι αρχές οι οποίες υιοθετήθηκαν στη Cecil v. Bayat (ανωτέρω) και ακολουθήθηκαν στις προαναφερόμενες υποθέσεις τυγχάνουν εφαρμογής κατ΄ ανάλογο τρόπο και στην υπό κρίση περίπτωση με βάση τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Και τούτο, καθότι αφενός αναγνωρίζεται η εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης χωρίς όμως ταυτόχρονα να εξουδετερώνεται και αναιρείται η εφαρμογή των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κάποιος εξαιρετικός λόγος που επιβάλλει την επίδοση με εναλλακτική μέθοδο.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, θεωρώ πως το παρόν Δικαστήριο είχε εξουσία να εκδώσει διάταγμα επίδοσης στους Εναγόμενους στη Ρωσική Ομοσπονδία μέσω εταιρείας ταχυμεταφορών και ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθότι οι Ενάγουσες στη μονομερή τους αίτηση ημ. 9.5.19 είχαν καταδείξει πως συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις, ήτοι η εκκρεμότητα για επίδοση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, που να δικαιολογούσαν κάτι τέτοιο λόγω του ότι η επίδοση μέσω της μεθόδου της Σύμβασης της Χάγης θα ήταν χρονοβόρα και θα προκαλούσε καθυστέρηση.
Στη συνέχεια θα παραθέσω ορισμένες πρωτόδικες αποφάσεις κατά τις οποίες εκδόθηκε Διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης σε εναγόμενο στη Ρωσία και μετά από αίτηση για ακύρωση και/ή παραμερισμού της επίδοσης, αυτή πέτυχε.
Στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με αριθμό αγωγής 345/17 ημερομηνίας 13/07/2018, μεταξύ των μερών JSC BM-BANK -και- 1. Guala Enterprises Ltd κ.α. στην οποία ο Έντιμος Δικαστής κ. Δαυίδ μεταξύ άλλων θεμάτων εξέτασε και το ζήτημα της υποκατάστατης επίδοσης στη Ρωσία και κατά την ανάλυση της απόφασης κατέληξε ότι η Διεθνής Συνθήκη είναι υπέρτερη των Εσωτερικών Δικονομικών Κανονισμών ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να εκδοθεί οποιοδήποτε διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης. Χαρακτηριστικά μέρος της απόφασης του ακολουθεί:
«Χωρίς να παραγνωρίζω ότι για σκοπούς ερμηνείας Διεθνών Συμβάσεων η άντληση βοήθειας από Αγγλικές αποφάσεις είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένη, απασχόλησε επίσης, η ευρύτερη προβληματική που αναδύεται από την Αγγλική νομολογία επί του ζητήματος της επίδοσης δικαστικών εγγράφων σε χώρες που τυγχάνει εφαρμογής η Σύμβαση της Χάγης ή Διμερείς Συνθήκες με πρόνοιες για το ζήτημα της επίδοσης δικαστικών εγγράφων όπως αυτές της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε Θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου (Ν.172/1986). Στην ιδιαίτερα αναλυτική για το ζήτημα απόφαση Marashen Ltd v. Kenvett Ltd (2017) EWCH 1706 (CH) γίνεται μια ιστορική αναδρομή της αντιμετώπισης του ζητήματος από τα Αγγλικά δικαστήρια με παραπομπή σε πληθώρα αποφάσεων, που καταδεικνύουν εν πολλοίς την εξελικτική αντιμετώπιση του ζητήματος από την Αγγλική έννομη τάξη. Προκρίνεται καταληκτικά, ότι το ζήτημα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά περίπτωση και ότι εν πάση περιπτώσει τα δικαστήρια δεν θα πρέπει να δεσμεύονται από τις πρόνοιες της Σύμβασης σε απόλυτο βαθμό, κατά τρόπο που σε εξαιρετικές περιστάσεις, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια διαφορετική μέθοδο επίδοσης από εκείνη που προβλέπεται στην σχετική Σύμβαση της Χάγης. Ταυτόχρονα, σημειώνεται ότι παράγοντες όπως αυτός της καθυστέρησης στην περίπτωση που ακολουθηθεί η διαδικασία της επίδοσης που προβλέπεται στη Σύμβαση ή το αυξημένο κόστος για να επιτευχθεί η επίδοση μέσω των προνοιών της Σύμβασης, δεν αποτελούν ικανούς λόγους που να επιτρέπουν την απόκλιση από τις πρόνοιες της Σύμβασης. Αντίθετα, η ύπαρξη προσωρινού διατάγματος, σε συνδυασμό πάντα με τις ειδικότερες συνθήκες που περιβάλλουν την εκάστοτε περίπτωση, όπως όταν η υποκατάστατη επίδοση θα επιχειρηθεί εντός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, δυνατόν να δικαιολογεί την έγκριση αιτήματος για υποκατάστατη επίδοση.
Με δεδομένες ωστόσο της ρητές και ξεκάθαρες πρόνοιες των ως άνω Διεθνών Συμβάσεων που συνομολόγησε η Δημοκρατία για το ζήτημα – νομικών κειμένων με αυξημένη μάλιστα ισχύ και αδιαπραγμάτευτη την ανάγκη στο πλαίσιο της διεθνούς έννομης τάξης, πιστής εφαρμογής τους, κατά τρόπο που να μην προκαλείται ρήγμα τόσο στο διεθνές σύστημα απονομής δικαιοσύνης όσο και στη κρατική κυριαρχία των συμβαλλομένων κρατών – στις οποίες καθορίζεται ο τρόπος επίδοσης δικαστικών εγγράφων σε διαδίκους όπως οι εναγόμενοι 3 και 6, αισθάνομαι ότι η όποια προσπάθεια ουσιαστικά παράκαμψης τους, μέσω – ας μου επιτραπεί ο αδόκιμος ίσως όρος- «νομικών κατασκευών», δεν προσφέρεται. Διεθνείς ή διμερείς συμφωνίες σε ότι αφορά την παροχή συνδρομής σε δικαστικά ζητήματα, συνάπτονται για να τηρούνται, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την αποφυγή της αμφισβήτησης της κρατικής κυριαρχίας μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών. Ούτε ενδείκνυται ή δικαιολογείται, με σκοπό να υπερπηδηθούν προβλήματα που τυχόν παρουσιάζονται στη διεκπεραίωση της επίδοσης εγγράφων κατ’ εφαρμογή των ως άνω Διεθνών Συμβάσεων. Τούτο, δυνατόν να αποτελεί ζήτημα που θα πρέπει να τεθεί στις αρμόδιες αρχές των συμβαλλομένων κρατών, οι οποίες ανάλογα, αν κρίνουν βέβαια σκόπιμο και αναγκαίο, θα ενεργήσουν προς επίλυση του. Η επίκληση άλλωστε των συμφυών εξουσιών του δικαστηρίου για παρέμβαση σε ζητήματα επί των οποίων υπάρχει ρητή νομοθετική ρύθμιση, αυξημένης μάλιστα ισχύος, δεν θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί νομικά επιτρεπτή και δικαιολογημένη.
Η αδιαμφισβήτητη δυνατότητα υποκατάστατης επίδοσης δικαστικών εγγράφων, ως προβλέπεται από τους εσωτερικούς Διαδικαστικούς Κανονισμούς παραμένει ασφαλώς αλώβητη. Πλην όμως, στη συγκεκριμένη πάντα περίπτωση, όπου η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ρωσική Ομοσπονδία δεσμεύονται με Διεθνείς Συνθήκες στις οποίες προσχώρησαν ή συνομολόγησαν, μεταξύ τους, οι πρόνοιες των οποίων υπερτερούν έναντι των εσωτερικών Δικονομικών Κανονισμών, δεν επιτρέπουν την ενεργοποίησή του συγκεκριμένου μηχανισμού σε σχέση με τους εναγομένους 3 και 6. Ως πιο πάνω έχει εξηγηθεί, η υποκατάστατη επίδοση στους εναγομένους 3 και 6 – Ρωσική εταιρεία η πρώτη, με έδρα την Ρωσία και Ρώσο υπήκοο το δεύτερο που διαμένει επίσης στη Ρωσία – δεν περιλαμβάνεται ούτε προβλέπεται στις μεθόδους που καθορίζονται από τις ως άνω Διεθνείς Συμβάσεις για την επίδοση δικαστικών εγγράφων σε εναγομένους όπως οι 3 και 6 και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να ακολουθηθεί.»
Επίσης, στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού Γενικής Αίτησης 236/2018, ημερ. 06/11/2018 αναφορικά με το άρθρο 9 του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου, Ν.101/87 -και-Αναφορικά με την διαιτησία ενώπιον του Δικαστηρίου Διεθνούς Διαιτησίας του Λονδίνου (LCIA) αρ, 184001 μεταξύ των Ronnegton Holdings Limited και 1. Hrouvanta Holdings Limited 2. ΧΧΧΧ Χ. Bernshtan, εξετάστηκε από τον Έντιμο Δικαστή κ. Μαλαχτό, ως ήταν τότε Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η μονομερής αίτηση της Αιτήτριας για υποκατάστατη επίδοση μέσω εταιρείας ταχυμεταφορών στον Καθ᾽ου η Αίτηση σε διεύθυνση του στη Ρωσία και απέρριψε την αίτηση στηριζόμενος στα πιο κάτω:
«Αυτό σημαίνει ότι εάν η επίδοση θα γίνει σε ρώσο πολίτη ή πολίτη άλλης χώρας εκτός από κύπριο πολίτη τότε πρέπει να ακολουθηθεί ο τρόπος επίδοσης μέσω της παραγγελλόμενης αρχής. Εάν ήταν επιτρεπτό να γίνει επίδοση διαφορετικά τότε δεν θα είχε καμιά σημασία η συμπερίληψη του άρθρου 9 για να εξαιρέσει από τις πρόνοιες του άρθρου 7 τον ημεδαπό πολίτη.
Είναι πρόδηλο ότι με τη Συνθήκη τα συμβαλλόμενα κράτη ήθελαν με το άρθρο 7 να εξασφαλίσουν ότι η επίδοση στην επικράτεια τους θα γινόταν με συγκεκριμένο τρόπο προς διασφάλιση των δικαιωμάτων των προσώπων προς τα οποία θα πραγματοποιείτο η επίδοση. Επέτρεψαν παρέκκλιση για τους πολίτες του άλλου συμβαλλόμενου κράτους για τους οποίους προστασία μπορεί να παράσχει το δικό τους Κράτος.
Δηλαδή η Ρωσική Ομοσπονδία προστατεύει τους πολίτες που κατοικούν στην επικράτεια της και απαιτεί όπως η προς αυτούς επίδοση δικαστικών εγγράφων από την Κύπρο γίνεται μέσω της παραγγελλόμενης αρχής, σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στη Ρωσική Ομοσπονδία και στην περίπτωση που τα έγγραφα δεν είναι μεταφρασμένα στη ρωσική γλώσσα ή δεν συνοδεύονται από μετάφραση στη ρωσική γλώσσα τότε ο πολίτης που διαμένει στη Ρωσική Ομοσπονδία δεν είναι υπόχρεος να τα παραλάβει. Του επιδίδονται μόνο αν προθυμοποιηθεί να τα αποδεχτεί. Για την περίπτωση του κύπριου πολίτη που διαμένει στη Ρωσική Ομοσπονδία επιτρέπεται να γίνει επίδοση σύμφωνα με το άρθρο 9, πρόδηλα με το σκεπτικό ότι η Κύπρος, της οποίας είναι πολίτης, είναι σε θέση ή καλύτερη θέση να διαφυλάξει τα δικαιώματα του.
Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει στη Ρωσική Ομοσπονδία δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά από τους τρόπους που αναφέρονται στα άρθρα 7 και 9 της Σύμβασης και εφόσον το πρόσωπο προς το οποίο θα γίνει η επίδοση δεν είναι κύπριος πολίτης μόνο με τον τρόπο που αναφέρεται στο άρθρο 7.»
Ακόμη μία απόφαση όπου το Δικαστήριο δεν αποδέκτηκε την υποκατάστατη επίδοση μέσω ταχυδρομείου είναι στην απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με αριθμό αγωγής 1593/2014, ημερομηνίας 08/12/2015 μεταξύ των διαδίκων FBME Bank Limited και 1. Epiage Management Inc. 2. CB “EUROTRUST” (CJSC) με τον Έντιμο Δικαστή κ. Καλογήρου να επισημαίνει τα ακόλουθα:
«Παραπέμποντας στη συνέχεια στο Τεκμήριο 4 της ένορκης δήλωσης Κυριακίδη, εισηγήθηκε πως η παράλειψη της Εναγόμενης 2 να εμφανιστεί ενώπιον του Ρωσικού Δικαστηρίου, παρότι κλήθηκε νομότυπα να εμφανιστεί για να παραλάβει τα έγγραφα, δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της επίδοσης, με βάση το Ρωσικό δίκαιο, όπως επεξηγείται στη γνωμάτευση των Ρώσων Δικηγόρων (Τεκμήριο 1 στην Ε/Δ Κυριακίδη).
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Όπως είναι γνωστό, η επίδοση δικαστικών εγγράφων σε Ρώσους υπηκόους, στη Ρωσία, διέπεται από τις αναφερθείσες συνθήκες. Δεδομένου ότι η Ρωσία έχει εναντιωθεί στη δυνατότητα επίσης μέσω ταχυδρομικών υπηρεσιών, που προβλέπεται από το άρθρο 10 της Σύμβασης της Χάγης, η μόνη μέθοδος επίδοσης σε Ρώσους υπηκόους είναι μέσω των αρμοδίων αρχών (διπλωματικής οδού), όπως προβλέπεται στη Σύμβαση της Χάγης και τη διμερή Συνθήκη (πιο πάνω).
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση, με βάση τις πρόνοιες της Δ.6 θ.θ.7,8 και 9 είναι δεδομένη. Το ζήτημα, όμως που εγείρεται στην εξεταζόμενη περίπτωση είναι εάν το Δικαστήριο είχε εξουσία να εκδώσει διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση σε Ρώσο υπήκοο, κατά παράβαση της διμερούς Σύμβασης. Θεωρώ πως τέτοια δυνατότητα δεν παρεχόταν (βλ. Heeren v. UWE Scaper κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 1069 και Εarlsfield Steel Ltd v. Joint Stock Co Elecgroum. Steel Works (2009) 1 Α.Α.Δ. 1350.»
Σε αντίθεση με την αμέσως προηγούμενη απόφαση, όπου το Δικαστήριο δεν αποδέκτηκε την γνωμάτευση Ρώσου Δικηγόρου όσον αφορά την εγκυρότητα της επίδοσης λόγω της παράλειψης της Εναγόμενης να παραλάβει τα έγγραφα από το Δικαστήριο, είναι η απόφαση μεταξύ των μερών Lanuria Limited v. 1. Utterlan Limited και 2. xxxxx Shishkarev με αριθμό αγωγής 2176/2016, ημερομηνίας 10/07/2018 όπου ο Έντιμος Δικαστής κ. Παναγιώτου κατέληξε στα εξής:
«Ανεξαρτήτως της πιο πάνω διαπίστωσης, κρίνω επί της ουσίας ότι δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί του αιτητή ότι δεν του επιδόθηκαν δεόντως τα δικαστικά έγγραφα της παρούσας. Προκύπτει από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου ότι ο αιτητής ειδοποιήθηκε δεόντως από το Ρωσικό Δικαστήριο να εμφανιστεί ενώπιον του και να παραλάβει τα επίδικα δικόγραφα. Παραπέμπω στα πρακτικά του Ρωσικού Δικαστηρίου ημερ. 12/5/2017 (τεκμ. 10 και 10Α της ΕΔ Babintsev) που αφορούν την ακρόαση που έλαβε χώρα προκειμένου να εξεταστεί η επίδοση των δικαστικών εγγράφων στον εναγόμενο 2. Στα εν λόγω τεκμήρια, αναγράφεται ρητά ότι ο εναγόμενος 2 δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο παρότι ειδοποιήθηκε δεόντως (Mr. S. Shishkarev did not attend the Court hearing; was duly notified..).
Αποδέχομαι επί του προκειμένου την γνωμάτευση του Ρώσου Δικηγόρου Alexei Panich (τεκμ. 3 στην ΕΔ Πίττα ημερ. 28/12/2017) στην οποία αναφέρεται ότι σύμφωνα με το Ρωσικό δίκαιο αν ο προτεινόμενος παραλήπτης, στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος 2, δεν παρουσιασθεί στο Δικαστήριο ενώ ειδοποιήθηκε, τα έγγραφα ναι μεν επιστρέφονται στην αιτούσα χώρα, αλλά θεωρούνται ως δεόντως επιδοθέντα σ’ αυτόν. Η εν λόγω γνωμάτευση, επιβεβαιώνεται εξ’ άλλου και από την Αγγλική απόφαση Vladimir Slousker ν. Olga Romanova (2015) EWHC 545 στην παράγραφο 97 της οποίας λέχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής από τον Warby J:
” It would be a very strange and improbable gap in Russian procedural law if it permitted a defendant to evade effective service of proceedings by the simple expedient of not turning up at a Service Hearing”.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Δεν έχει σημασία αν η επίδοση επιτεύχθηκε δυνάμει της Διμερούς Σύμβασης ή της Σύμβασης της Χάγης. Σημασία έχει ότι στην Ρωσική Ομοσπονδία, η διαδικασία επίδοσης και στις δύο περιπτώσεις είναι η ίδια και γίνεται μέσω του Περιφερειακού Ρωσικού Δικαστηρίου. Σχετική είναι η γνωμάτευση του Ρώσσου συνηγόρου Panich, στην οποία πειστικά αναφέρεται ότι με βάση το Ρωσικό δίκαιο, η διαδικασία επίδοσης δυνάμει είτε της Σύμβασης της Χάγης, είτε της Διμερούς Σύμβασης μεταξύ Κύπρου-Ρωσίας για παροχή δικαστικής συνδρομής, γίνεται μέσω του περιφερειακού Δικαστηρίου του τόπου επίδοσης στην Ρωσία με ειδοποίηση στον ενδιαφερόμενο να παρουσιαστεί για να του γίνει η επίδοση.
Ως εκ τούτου δεν ευσταθεί η θέση του αιτητή ότι δεν του έγινε νομότυπη επίδοση των υπό κρίση Δικαστικών εγγράφων. Αντιθέτως κρίνω από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου ότι τα δικαστικά έγγραφα που αναφέρονται στο διάταγμα του Δικαστηρίου ημ. 4.8.2016, που εκδόθηκε μετά από μονομερή αίτηση της ενάγουσας και με το οποίο επιτράπηκε η επίδοση τους εκτός δικαιοδοσίας, έχουν επιδοθεί νομότυπα στον αιτητή στην Ρωσική Ομοσπονδία.»
Σημαντικό είναι ότι όλες οι αναφερθείσες αποφάσεις αποτελούν πρωτόδικη δικαιοδοσία οι οποίες δεν είναι δεσμευτικές σε αντίθεση με τις αποφάσεις δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Όμως μέχρι σήμερα δεν υπάρχει απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία να έκρινε το συγκεκριμένο θέμα και να αποφάσισε κατά πόσο επιτρέπεται ή όχι η υποκατάστατη επίδοση στη Ρωσία.
Φως θα δώσει η απόφαση επί των Πολιτικών Εφέσεων Ε96/2018 και Ε97/2018 μεταξύ των μερών CONTENT UNION S.A.,ν. 1. CJSC “TV COMPANY STREAM”, 2. xxx xxx YABLITSKIY, 3. xxx xxx LAVROV, Εφεσιβλήτων Εναγομένων 2 – 4 και (Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε97/2018) CONTENT UNION S.A., ν. xxx GOLOVNEV κατά την οποία θα κριθεί αν η κρίση ότι η Συνθήκη δεν επιτρέπει τον υποκατάστατο τρόπο επίδοσης είναι ορθή. Σχετική επί του θέματος και χρήσιμη προς μνεία είναι η απόφαση επί των πολιτικών εφέσεων υπό τους πιο πάνω αριθμούς, ημερομηνίας 21/10/2019. Στην συγκεκριμένη απόφαση, είχε καταχωρηθεί αγωγή και ορισμένοι από τους Εναγόμενους ήταν από τη Ρωσία και το διάταγμα το οποίο εκδόθηκε για επίδοση ήταν μέσω της διπλωματικής οδού όμως λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος καταχωρήθηκε αίτηση υποκατάστατης επίδοσης σε Κύπριους δικηγόρους όπου και καταχωρήθηκε αίτηση για ακύρωση των διαταγμάτων για υποκατάστατη επίδοση οι οποίες πέτυχαν στη βάση των άρθρων 7 και 9 της Σύμβασης. Οι Ενάγοντες/Εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση επί των αναφερόμενων αποφάσεων και οι Εφεσίβλητοι πρόβαλαν ότι οι ενδιάμεσες αποφάσεις δεν υπόκεινται σε έφεση. Ακολουθεί το σκεπτικό του Εφετείου και ως προς το θέμα της υποκατάστατης επίδοσης στη Ρωσία:
« Προκύπτει, πράγματι, από τις υπό έφεση ενδιάμεσες αποφάσεις, ότι η επίδοση δικαστικών εγγράφων, όταν διέπεται από τον Κυρωτικό της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ΄Ενωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου Νόμο του 1986, (Ν. 172/1986), και από τη Συνθήκη την οποία αυτός έχει επικυρώσει, δεν είναι, σε καμιά περίπτωση, επιτρεπτή με υποκατάστατο τρόπο. Είναι, όμως, η κρίση αυτή ορθή; Τούτο είναι το ζήτημα, το οποίο, ουσιαστικά, τίθεται προς απάντηση με τις υπό αναφορά εφέσεις.
Στην παρούσα υπόθεση, είναι σημαντικό να επισημανθεί πως η καθυστέρηση που έχει, ήδη, σημειωθεί, ήτοι πέραν των δύο ετών, λόγω της μη επίδοσης της δικαστικής διαδικασίας, αποτελεί, οπωσδήποτε, σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα στην πορεία για απονομή δικαιοσύνης εντός ευλόγου χρόνου. Επιπρόσθετα, είναι σοβαρό, πλέον, το ενδεχόμενο, λόγω, ακριβώς, της πιο πάνω καθυστέρησης, να μην επιτραπεί η ανανέωση του κλητηρίου εντάλματος. Στην περίπτωση αυτή, η αγωγή θα παύσει, αυτοδικαίως, να υφίσταται. Τέτοια αρνητική εξέλιξη θα είναι, οπωσδήποτε, απόλυτα καθοριστική για τα δικαιώματα των εφεσειόντων. Σημειώνεται δε, συναφώς, πως δε χωρεί έφεση από μια τέτοια κατάληξη αγωγής, οπότε θα είναι αδύνατο οι ενδιάμεσες αποφάσεις να εφεσιβληθούν σε μεταγενέστερο στάδιο, ως η πρόνοια στην επιφύλαξη του άρθρου 25(1)(γ) του Ν. 14/1960. Καταλήγοντας, διαπιστώνεται ότι οι ενδιάμεσες αποφάσεις είναι εφέσιμες.»
Άρα τι γίνεται στην περίπτωση όταν δεν γίνεται εφικτή η επίδοση στη Ρωσία μέσω της διπλωματικής οδού; Θα αναμένει ο διάδικος και θα γίνονται προσπάθειες για επίδοση μέσω του ίδιου τρόπου και υπάρχει το ενδεχόμενο να μην υπάρξει αποτέλεσμα; Και η διαφορά που υφίσταται μεταξύ των διαδίκων θα μένει μετέωρη;
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και λόγω του ότι προκύπτουν αυτά τα προβλήματα και υπάρχει μακροχρόνια καθυστέρηση σε τέτοιου είδους υποθέσεις θα ήταν πρόσφορο να υπογραφεί μια σύγχρονη συμφωνία η οποία να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και στα νέα δεδομένα της εποχής, όπως ακριβώς έγινε και με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας με την τροποποίηση της Δ.5 Θ.9 όπου πλέον επιτρέπεται και με άλλους τρόπους η υποκατάστατη επίδοση και δίνεται η δυνατότητα αξιοποίησης των σύγχρονων μέσων τεχνολογίας και επικοινωνίας, ενόψει του ότι παρατηρείται σ᾽ένα μεγάλο αριθμό υποθέσεων η χρονοβόρα διαδικασία χωρίς αποτέλεσμα στην επίδοση.